- τρόφιες
- τρόφιςwell-fedmasc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CORNUA Victimarum deaurandi mos — ut gratiores essent Numinibus, apud mortalium antiquissimos obtinuit. Certe Nestor illi HOmericus, divinam rem Palladi facturus bove, ait ad eam Odyss. γ. v. 382. Σοὶ δ᾿ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον, Α᾿δμήτην. ἣ οὔπω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ.… … Hofmann J. Lexicon universale
τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… … Dictionary of Greek